- κομπάζει
- κομπάζωboastpres ind mp 2nd sgκομπάζωboastpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
величатисѧ — ВЕЛИЧА|ТИСѦ (55), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Похваляться, кичиться: Не вѣсть оубо ди˫аволъ. ѥ ли ти хс҃ъ вл҃дка въ оумѣ или нѣсть. нъ ѥгда тѩ видить гнѣваюштѩ сѩ или кличѫштѩ. или кльногущасѩ или клевечѫштѩ. или нечиста словеса гл҃ѫштѩ. и Тъгда разоумѣѥть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άτυφος — ἄτυφος, ον (Α) [τύφος] αυτός που δεν κομπάζει, ο ταπεινός … Dictionary of Greek
ακόμπαστος — η, ο (Α ἀκόμπαστος, ον) [κομπάζω] αυτός που δεν κομπάζει, που δεν καυχιέται, ο μετριόφρων … Dictionary of Greek
κενόκομπος — κενόκομπος, ον (Μ) αυτός που κομπάζει για μάταια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιό κομπος, φιλό κομπος] … Dictionary of Greek
κομπαστής — ο, θηλ. κομπάστρια (Α κομπαστής) [κομπάζω] αυτός που κομπάζει, αλαζόνας, καυχησιάρης αρχ. αυτός που χτυπά με το χέρι πήλινο δοχείο κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του … Dictionary of Greek
ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… … Dictionary of Greek
πολύκομπος — (I) ον, Α αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατά («πολύκομπος αὐλός», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»]. (II) ον, Μ αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομπος (<… … Dictionary of Greek
προδωσίκομπος — ον, Μ αυτός που κομπάζει, που καυχιέται ή που υπόσχεται πολλά, αλλά δεν κρατά τον λόγο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τεμψίμβροτος < θ. προδωσ τού προδίδωμι + κόμπος (Ι) «κομπασμός, καυχησιολογία»] … Dictionary of Greek
υπάτυφος — ον, Α ο μετρίως ἄτυφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄτυφος «αυτός που δεν κομπάζει, ταπεινός»] … Dictionary of Greek
υπέρκομπος — ον, Α αυτός που κομπάζει υπέρμετρα, ο υπέρμετρα αλαζόνας 2. (για πράγμ.) έξοχος, εξαίρετος («αἱ δ ὑπέρκομποι τάχει [νῆες]», Αισχύλ.). επίρρ... ὑπερκόμπως Α με ιδιαίτερα κομπαστικό, αλαζονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κομπος (< κόμπος [Ι]… … Dictionary of Greek